σύσσημον

σύσσημον
4953 σύσσημον
{сущ., 1}
условный знак, сигнал (Мк. 14:44).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σύσσημον" в других словарях:

  • σύσσημον — signal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσήμοις — σύσσημον signal neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσήμου — σύσσημον signal neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσήμων — σύσσημον signal neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συσσήμῳ — σύσσημον signal neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσσημα — σύσσημον signal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύσσημο — το / σύσσημον ΝΑ διακριτικό σήμα, σύμβολο αρχ. 1. ορισμένο ή συμφωνημένο σύνθημα («ἐνεδεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῑς λέγων ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστιν», ΚΔ) 2. η σφραγίδα που έβαζαν στα μέτρα και στα σταθμά 3. διακριτικό σημάδι,… …   Dictionary of Greek

  • σουσούμι — το, Ν 1. διακριτικό γνώρισμα, σημάδι («δράκου σουσούμιν έχει», Ερωτόκρ.) 2. το σύνολο τών χαρακτηριστικών τού προσώπου 3. παρατσούκλι, παρωνύμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *συσσήμιον, υποκορ. τού μτγν. σύσσημον «συνθηματικό σημείο» (< σύν +… …   Dictionary of Greek

  • ՆՇԱՆ — (ի, աւ կամ իւ, աց, օք.) NBH 2 0433 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ. σημεῖον signum σύσσημον, σημείωσις commune signum, significatio, nota τύπος figura σημασία apostema եւ այլն. վր. նի՛շի. պ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»